- σέγεστρον
- σέγεστρον, τό,A blanket or counterpane, Edict.Diocl.8.42.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σέγεστρον — τὸ, Α κλινοσκέπασμα, πάπλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. segestre, is «στέγαστρο, ψάθα, ένδυμα»] … Dictionary of Greek
στέγαστρο — το / στέγαστρον, ΝΑ, και στέγεστρον και σέγεστρον Α στεγασμένος χώρος, υπόστεγο νεοελλ. 1. στέγη, σκεπή, κάλυμμα 2. ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο υπόστεγο από μέταλλο, πλαστικό ή άλλο υλικό τουλάχιστον στη μία μεγάλη κατακόρυφη πλευρά, το οποίο… … Dictionary of Greek